- κατάλαβρος
- κατάλαβρος, -ον (Α)πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + λάβρος «ορμητικός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάλαβρ' — κατάλαβρα , κατάλαβρος neut nom/voc/acc pl κατάλαβρε , κατάλαβρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek